- ιππηλάσιος
- -ία, -ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, -ία και -ίη, -ον) [ιππηλάτης]το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασίατο τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππηλάσιοντο τρέξιμο με άλογααρχ.|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιππασία ή στην αρματηλασία, ο κατάλληλος για ιππασία ή αρματηλασία («ἱππηλασίη οδός», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.