ιππηλάσιος

ιππηλάσιος
-ία, -ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, -ία και -ίη, -ον) [ιππηλάτης]
το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία
το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.
γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππηλάσιον
το τρέξιμο με άλογα
αρχ.
|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιππασία ή στην αρματηλασία, ο κατάλληλος για ιππασία ή αρματηλασία («ἱππηλασίη οδός», Ομ. Ιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἱππηλάσιον — ἱππηλάσιος driving masc acc sg ἱππηλάσιος driving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίαις — ἱππηλάσιος driving fem dat pl ἱππηλασία driving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίη — ἱππηλάσιος driving fem nom/voc sg (epic ionic) ἱππηλασία driving fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίοις — ἱππηλάσιος driving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίῃ — ἱππηλάσιος driving fem dat sg (epic ionic) ἱππηλασία driving fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάσια — ἱππηλάσιος driving neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασία — ἱππηλασίᾱ , ἱππηλάσιος driving fem nom/voc/acc dual ἱππηλασίᾱ , ἱππηλάσιος driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱππηλασίᾱ , ἱππηλασία driving fem nom/voc/acc dual ἱππηλασίᾱ , ἱππηλασία driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίας — ἱππηλασίᾱς , ἱππηλάσιος driving fem acc pl ἱππηλασίᾱς , ἱππηλάσιος driving fem gen sg (attic doric aeolic) ἱππηλασίᾱς , ἱππηλασία driving fem acc pl ἱππηλασίᾱς , ἱππηλασία driving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος …   Dictionary of Greek

  • ιππηλασία — η βλ. ιππηλάσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”